πασιφλόρα

πασιφλόρα
Γένος φυτών της οικογένειας των πασιφλοριδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει κυρίως αναρριχώμενα φυτά, μερικά από τα οποία καλλιεργούνται στο ύπαιθρο ή σε θερμοκήπιο για τα μεγάλα, εντυπωσιακά και μοναχικά άνθη τους. Το πιο γνωστό και ανθεκτικό είδος είναι η πασιφλόρα η κυανή, κοινώς ρολόι ή ρολογιά. Οι καθολικοί την ονομάζουν άνθος του πάθους, γιατί στη χαρακτηριστική μορφή του άνθους της βλέπουν τα όργανα του πάθους του Χριστού. Τα άνθη, που έχουν περισσότερο ή λιγότερο έντονο γαλάζιο χρώμα, έχουν στεφάνη με 5 πέταλα που εναλλάσσονται με τα 5 σέπαλα του κάλυκα· στο κέντρο τους, νήματα επιμήκη, με χρώματα από πορφυρό μέχρι σκούρο μπλε, είναι διατεταγμένα ακτινοειδώς σε δύο γύρους, σχηματίζοντας τη λεγόμενη παραστεφάνη. Από το μέσο ανυψώνεται το ανδρογονυφόρο, που είναι η επιμηκυμένη ανθοδόχη, η οποία φέρει 5 στήμονες με χοντρούς, κίτρινους ανθήρες και από πάνω την ωοθήκη με 3 στύλους, ο καθένας από τους οποίους τελειώνει σε ένα χοντρό στίγμα. Μέρος των πλάγιων βλαστών έχει μεταμορφωθεί σε έλικες που επιμηκύνονται ελικοειδώς γύρω από το υποστήριγμα· τα φύλλα είναι παλαμοειδώς πεντάφυλλα, πράσινα επάνω και γλαυκόχροα κάτω, με πλατιούς ποδίσκους· οι καρποί είναι σαρκώδες ράγες με πολλά σπέρματα (πολύσπερμοι). Στις χώρες από όπου κατάγεται η π. (τροπικές ζώνες, νότια Αμερική) καλλιεργούνται πολλά είδη της για τους εδώδιμους καρπούς τους, που έχουν κόκκινη σάρκα, με δροσιστική και γλυκιά γεύση, η οποία θυμίζει το ρόδι (πασιφλόρα η εδώδιμη, πασιφλόρα η σαρκόχρους κλπ.). Η π. η σαρκόχρους είναι φαρμακευτικό φυτό· οι ανθισμένοι βλαστοί χρησιμοποιούνται ως καταπραϋντικό κατά τις νευρικές καταστάσεις και τις αϋπνίες· χαρακτηρίζεται ως μέτριο αντισπασμωδικό χωρίς βλαβερές παρενέργειες. Άνθος πασσιφλόρας της κυανής (ρολογιάς). Οι πασσιφλόρες καλλιεργούνται στο ύπαιθρο ή σε θερμοκήπια για τα διακοσμητικότατα άνθη τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πασιφλορίδες — (passifloraceae). Οικογένεια δικoτυλήδονων φυτών της τάξης των παριετωδών, στην οποία ανήκουν πόες ή θάμνοι, συνήθως αναρριχητικοί. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, απλά ή σύνθετα, άνθη ερμαφρόδυτα, σπάνια δίκλινα, και καρπό, ρόγα ή κάψα. Οι π. αριθμούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”